- δαμάζομαι
- δαμάζωoverpowerpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμάζομαι — δαμάζομαι, δαμάστηκα, δαμασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου … Dictionary of Greek
ιππάζομαι — ἱππάζομαι (Α) [ίππος] 1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.) 2. ιππεύω («ἱππάζομαι ἐφ ἵππων», Ηρόδ.) 3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι 4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν»,… … Dictionary of Greek
υποδάμνημι — και αιολ. υποδάμναμι, Α 1. μέσ. ὑποδάμναμαι υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.) 2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα 3. φρ.… … Dictionary of Greek
(η)μερεύω — (η)μέρεψα, (η)μερεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάποιον ήμερο, δαμάζω: Δεν μπορώ να μερέψω αυτό το άλογο. 2. γαληνεύω, καθησυχάζω: Είδαν κι έπαθαν να τον μερέψουν. 3. αμτβ., γίνομαι ήρεμος, καλμάρω: Μερικά ζώα δε μερεύουν με κανέναν τρόπο. – Μέρεψε κάπως ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)